- μουτρώνω
- [μούτρο]1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, -η, -οκατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος»).
Dictionary of Greek. 2013.