μουτρώνω

μουτρώνω
[μούτρο]
1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, -η, -ο
κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουτρώνω — μουτρώνω, μούτρωσα, μουτρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουτρώνω — μούτρωσα, μουτρωμένος, κατσουφιάζω: Η κόρη μου μούτρωσε γιατί δεν την άφησα να πάει στο πάρτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούτρωμα — το [μουτρώνω] κατσούφιασμα, σκυθρώπασμα, που προέρχεται από έκδηλη δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”